-
1 заведение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заведение
-
2 заведение
-я ουδ.1. ίδρυμα•высшее учебное заведение ανώτερο εκπαιδευτικό’ίδρυμα•
исправительное заведение παλ. αναμορφωτικό ίδρυμα, αναμορφωτήριο•
лечебное заведение θεραπευτήριο•
богоугодное заведение φιλανθρωπικό ίδρυμα.
2. κατάστημα, οίκος•торговое заведение εμπορικό κατάστημα•
трактирное (ή питейное) заведение πανδοχείο, καμπαρέ.
3. ίδρυση, ανέγερση, φτιάξιμο•заведение школ ανέγερση σχολικών κτιρίων.
4. (απλ.) συνήθεια•у нас такое заведение εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.